ξεμπουκάρισμα

ξεμπουκάρισμα
το, -ατος
το αποτέλεσμα του ξεμπουκάρω, η έξοδος, η ξαφνική εμφάνιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεμπουκάρισμα — το [ξεμπουκάρω] (για υγρά, αέρια ή καπνό) ορμητική έξοδος ή εκβολή από στόμιο ή σήραγγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”